- φυτοκοινότητα
- η, Νοικολ. η φυτοκοινωνία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυτοκοινωνία — η, Ν το σύνολο τών φυτών ενός δεδομένου βιοτόπου ή μιας δεδομένης βιοκοινωνίας, αλλ. φυτοκοινότητα ή φυτική βιοκοινωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτό + κοινωνία. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. phytocoenosis] … Dictionary of Greek